- ελπιδερός
- -ή, -ό1. αυτός ή αυτό που ελπίζει κανείς να συμβεί2. ελπιδοφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελπιδερός — ή, ό 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίζει, να απαντέχει. 2. που δίνει ελπίδες, ελπιδοφόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)